- μεθεπόμενος
- -η, -οο μετά τον επόμενο, ο τρίτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ἑπόμενος, επιθετικοπ. μτχ. ενεστ. τού ρ. ἕπομαι «ακολουθώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντίχρονος — ο ο μεθεπόμενος χρόνος … Dictionary of Greek
μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… … Dictionary of Greek